ὁλοδάκτυλος

ὁλοδάκτυλος
ὁλο-δάκτυλος, ganz dactylisch

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολοδάκτυλος — ὁλοδάκτυλος, ον (Α) (για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δάκτυλος] …   Dictionary of Greek

  • ὁλοδάκτυλος — wholly dactylic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοδάκτυλον — ὁλοδάκτυλος wholly dactylic masc/fem acc sg ὁλοδάκτυλος wholly dactylic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοδακτύλους — ὁλοδάκτυλος wholly dactylic masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοδάκτυλοι — ὁλοδάκτυλος wholly dactylic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ισόχρονος — η, ο (ΑΜ ἰσόχρονος, ον) 1. αυτός που γίνεται κατά την ίδια χρονική στιγμή, σύγχρονος 2. αυτός που γίνεται κατά ίσα χρονικά διαστήματα νεοελλ. φρ. «ισόχρονη γραμμή» νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα γεωγραφικά σημεία στα οποία αρχίζει να εκδηλώνεται …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”